- κίτρων
- κίτρονfruit of theneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κιτροπαραγωγός — ό 1. (για τόπο) αυτός που παράγει άφθονα κίτρα ή αυτός που προσφέρεται για καλλιέργεια κίτρων 2. το αρσ. ως ουσ. ο κιτροπαραγωγός ο καλλιεργητής τού δέντρου κιτριά … Dictionary of Greek
κιτρόχρους — κιτρόχρους, ουν και οος, οον (Μ) αυτός που έχει το χρώμα τών κίτρων, κιτρινόχρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίτρον + χρους (< χρώς), πρβλ. λευκό χρους, φαιό χρους] … Dictionary of Greek
μυρωδιά — και μυρουδιά, η (Μ μυρωδιά και μυρωδία και μερωδία) 1. (γενικά) ευχάριστη ή δυσάρεστη οσμή 2. (ειδικά) ευχάριστη οσμή, ευωδιά («και πλουτίζει το πέλαγος από την μυρωδίαν τών χρυσών κίτρων», Κάλβ.) 3. (ειδικά) δυσάρεστη οσμή («μυρωδιά ξινίλας») 4 … Dictionary of Greek
Κάλβος, Ανδρέας — (Ζάκυνθος 1792 – Λάουθ, Αγγλία 1869). Ποιητής. Σε παιδική ηλικία πήγε στο Λιβόρνο της Ιταλίας μαζί με τον μικρότερο αδελφό του, εξαιτίας των ασχολιών του εμπόρου πατέρα του. Το 1805 οι γονείς του χώρισαν και τότε η μητέρα έχασε, καθώς φαίνεται,… … Dictionary of Greek